ἀνθυπατικός

From LSJ
Revision as of 17:51, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθῠπᾰτικός Medium diacritics: ἀνθυπατικός Low diacritics: ανθυπατικός Capitals: ΑΝΘΥΠΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anthypatikós Transliteration B: anthypatikos Transliteration C: anthypatikos Beta Code: a)nqupatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A proconsular, ἐξουσία D.C.58.7. 2 ἀ. δεκαδαρχία the body of military tribunes which took the place of the consulate, Plu.2.277f.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 proconsular τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.
2 ἀ. δεκαδαρχία tribuni militum consulari potestate, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul Plu.2.277f.
3 neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν el archivo proconsular, TAM 3.1.657.

German (Pape)

[Seite 235] proconsularisch.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
proconsulaire.
Étymologie: ἀνθύπατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπᾰτικός: проконсульский Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπατικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀνθυπάτου, ἀνθυπατικῆς ἐξουσίας Δίων Κ. 58. 7· παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀνθυπατιανός, ή, όν. 2) ἀνθυπατικὴ δεκαδαρχία, τὸ σωματεῖον τῶν χιλιάρχων (tribuni militares), οἵτινες εἶχον ὑπατικὴν ἐξουσίαν, Πλούτ. 2. 277Ε.

Greek Monolingual

ἀνθυπατικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο
2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος)
το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.

Greek Monotonic

ἀνθυπᾰτικός: -ή, -όν, ανθυπατικός.

Middle Liddell

[from ἀνθύπατος
proconsular.