ἐκμουσόω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
strengthened for μουσόω, teach fully, τινά τι E.Ba.825:— Pass., ἐκμουσωθῆναί τι Ael.VH14.34.
Spanish (DGE)
enseñar, instruir c. doble ac. Διόνυσος ἡμᾶς ἐξεμούσωσεν τάδε E.Ba.825, en v. pas. Philostr.Im.2.2, c. ac. de rel. Σέσωστριν παρ' Ἑρμοῦ τὰ νόμιμα ἐκμουσωθῆναι Ael.VH 12.4, cf. Fr.314a.
German (Pape)
[Seite 769] = simpl., τινά τι, Jemanden in Etwas unterrichten, Eur. Bacch. 825; ἐκμουσωθῆναί τι Ael. V. H. 14, 34; Philostr. Im. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
]instruire.
Étymologie: ἐκ, μοῦσα.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμουσόω: обучать, выучивать (τινά τι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμουσόω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μουσόω, διδάσκω ἐντελῶς τινά τι Εὐρ. Βάκχ. 825: ― Παθ., ἐκμουσωθῆναί τι Αἱλ. Π. Ἱστ. 14. 34.
Greek Monotonic
ἐκμουσόω: μέλ. -ώσω, διδάσκω κάποιον κάτι, τινά τι, σε Ευρ.