μουσόω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
A furnish with power of song, ὅσα φύσις μεμούσωκε, of birds, Ph.1.80.
2 adorn with mosaic, Ath.Mitt.8.328 (Tralles).
II mostly Pass., to be trained in the ways of the Muses, to be educated or be accomplished, οὐ μεμούσωμαι κακῶς Ar.Lys.1127; τὸ μεμουσῶσθαι ἐπαινοῦσιν Phld.Mus.p.77 K., cf. Ph.2.387; πολυγράμματος ὢν καὶ μεμουσωμένος Plu.2.1121f; τὸ Κίμωνος ὑγρὸν καὶ μεμουσωμένον ἐν ταῖς περιφοραῖς his easy and polished manners, Id.Per.5; μουσωθεὶς φωνήν taught to utter it, Ael.NA16.3.
2 to be set to music, τὰ δι' ᾠδῆς… μουσωθέντα κρούματα D.H.Dem.40, cf. Cat.Cod.Astr.8(3).188; to be filled with melody, μεμούσωται τὰ περὶ τὴν θάλατταν ὑπ' ᾠδῆς τῶν πετρῶν Philostr.Her.10.7.
German (Pape)
[Seite 211] Einen musisch machen, ihn in den Musenkünsten erziehen, bilden, bes. im pass., μεμούσωμαι, Ar. Lys. 1127; μεμουσωμένος, neben πολυγράμματος, Plut. adv. Calot. 25; ἐπαινεῖ τὸ Κίμωνος ἐμμελὲς καὶ ὑγρὸν καὶ μεμουσωμένον (die seine Bildung) ἐν ταῖς περιφοραῖς, Pericl. 5; ὄρνεον μουσωθὲν ἀνθρώπου φωνήν, Ael. N. A. 16, 3. – Ἔργον μεμουσωμένον, von musivischer Arbeit, Mosaik, S. Emp. adv. mus. 2.
French (Bailly abrégé)
μουσῶ :
1 instruire selon les règles de l'art ; Pass. être exercé avec art ; μεμουσωμένος instruit, d'un goût délicat;
2 mettre en musique.
Étymologie: μοῦσα.
Russian (Dvoretsky)
μουσόω:
1 обучать мусическим искусствам, просвещать (πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος Plut.): τὸ ὑγρὸν καὶ μεμουσωμένον Plut. культура и образованность; οὐ μεμούσομαι κακῶς Arph. я получил(а) неплохое образование;
2 художественно творить: μεμουσωμένον ἔργον Sext. художественное произведение.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόω: μέλλ. μουσώσω, κοσμῶ διὰ μωσαϊκοῦ ψηφοθετήματος (opus musivum), Ἐπιγραφ. ἐν Amer. Inst. σ. 109, Μαλαλ. 223, 4. - Ὡσαύτως μουσιόω, Κωδιν. 141, 7.
Greek Monotonic
μουσόω: βλ. μουσόομαι.