ἐμπολεμέω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
wage war in, τὴν Χώραν οὐ παρέχουσιν ἐ. And.3.27, cf. Plu.2.252a.
Spanish (DGE)
hacer operaciones bélicas en c. ac. αὐτοὶ ... τὴν χώραν οὐ παρέχουσιν ἐμπολεμεῖν And.3.27, cf. Plu.2.252a, D.C.45.10.2.
German (Pape)
[Seite 816] darin Krieg führen; Andoc. 3, 27; Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
]faire la guerre dans.
Étymologie: ἐν, πολεμέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολεμέω: διεξάγω πόλεμον ἐντός τινος τόπου, τὴν χώραν οὐ παρέχουσιν ἐμπ. Ἀνδοκ. 26. 41, πρβλ. Πλουτ. 2. 252Α.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολεμέω: (где-л.) воевать Plut.