εὐβλέφαρος

Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, with beautiful eyelids, Δίκη AP14.122.

German (Pape)

[Seite 1058] mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles paupières, aux beaux yeux.
Étymologie: εὖ, βλέφαρον.

Russian (Dvoretsky)

εὐβλέφᾰρος: досл. с прекрасными веками, перен. ясно видящий, зоркий (Δίκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐβλέφᾰρος: -ον, ἔχων ὡραῖα βλέφαρα, Ἀνθ. Π. 14. 122.

Greek Monolingual

εὐβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.

Greek Monotonic

εὐβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-βλέφᾰρος, ον βλέφαρον
with beautiful eyes, Anth.