ἀγχίπορος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, passing near, always near, κόλακες AP10.64 (Agath.); simply, neighbouring, Nonn.D.5.38,al.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que acompaña a todas partes κόλακες AP 10.64 (Agath.).
2 cercano, próximo ἀγχιπόροις δὲ ἔχραε Τεμμίκεσσι Nonn.D.5.38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient auprès, qui accompagne.
Étymologie: ἄγχι, πόρος.
Greek Monotonic
ἀγχίπορος: -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται πάντοτε κοντά, σε Ανθ.
German (Pape)
nahe wandelnd, begleitend, κόλακες Agath. 65 (X.64). Allgem.: nahe, Nonn.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίπορος: следующий по пятам, неотступный (κόλακες Anth.).