ἀνδροδάϊκτος

From LSJ
Revision as of 19:25, 3 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροδᾰ́ϊκτος Medium diacritics: ἀνδροδάϊκτος Low diacritics: ανδροδάϊκτος Capitals: ΑΝΔΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: androdáïktos Transliteration B: androdaiktos Transliteration C: androdaiktos Beta Code: a)ndroda/i+ktos

English (LSJ)

[δᾰ], ον, man-slaying, homicide, murderous, A.Ch.860, cf. Fr.132.

Spanish (DGE)

-ον
asesino de hombres, que mata hombres πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων A.Ch.860, ἀ. ... κόπον A.Fr.212b, cf. Ar.Ra.1264.

German (Pape)

[Seite 218] mannmordend, κόπανον Aesch. Ch. 847; schwieriger ist das frg. des Aesch. bei Ar. Ran. 1263, wo es der Schol. auch trans., Andere pass., wo Männer getödtet werden, das Männergemetzel, übersetzen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
homicide, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, δαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροδάϊκτος: убивающий мужей, смертоносный (κόπανον Aesch.; κόπος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροδάϊκτος: -ον, (δαΐζω) ὁ τοὺς ἄνδρας φονεύων, φονικός, πειραὶ (κατ’ ἄλλους πεῖραι) κοπάνων ἀνδροδαΐκτων Αἰσχύλ. Χο. 860· περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1264) «τί ποτ’ ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰήκοπον (ἢ ἰὴ κόπον) οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 5. 138· πρβλ. ἰήκοπος.

Greek Monolingual

ἀνδροδάικτος, -ον (Α)
αντροφονιάς, ανδροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»].

Greek Monotonic

ἀνδροδάϊκτος: [δᾰ]-ον (ἀνήρ, δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἀνήρ, δαΐζω
man-slaying, Aesch.