ἀναχαλάω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
poet. ἀγχ-, A relax, in Pass., Placit.5.26.1, Plb.6.23.11, cf. Gal.19.537, Aspasiaap.Aët.16.22. 2 ease, [νῆα] ἀγχαλάσας A.R.2.585.
Spanish (DGE)
(ἀναχᾰλάω) • Alolema(s): poét. ἀγχ- A.R.2.585
1 dilatar, relajar τῶν μὲν θερμῶν μαλακῶς ἀναχαλώντων τοὺς πόρους Plu.2.647c, ἀναχαλώμενος ὑπὸ τῆς ... θερμασίας PMed.Lond.1.2.5, cf. Gal.19.537
•fig. ἐλπὶς ... τὸ αὐχμηρὸν ἀναχαλᾷ la esperanza ... relaja la aridez (de las preocupaciones), Ph.2.435
•en v. med. dilatarse, aflojarse, distenderse τὰ φλέβια Hp.Mul.1.17, de la carne cicatrizada, Hp.Mul.1.66, de plantas Placit.5.26.1, δεσμός Plb.6.23.11, cf. Aspasia en Aët.16.22.
2 largar las velas A.R.l.c.
German (Pape)
[Seite 215] (s. χαλάω), nachlassen, abspannen, lindern, Hippocr.; τὰς συντάσεις Ath. I, 24 c; ἀναχαλᾶσθαι, von Fesseln, Pol. 6, 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
relâcher, détendre.
Étymologie: ἀνά, χαλάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχᾰλάω: χαλαρώνω, παραλύω, ἡ ἡδονὴ ἀναχαλῶσα τὴν ἰσχὺν τῶν σωμάτων Στοβ. ϛ΄, 42, Πολύβ. 6. 23, 11, ἐν τῷ παθ. τύπῳ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχᾰλάω:
1 ослаблять (τὸν δεσμόν Polyb.);
2 разрыхлять (ἀναχαλωμένη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ πυρός Plut.);
3 расширять, раскрывать (τοὺς πόρους Plut.).