ἔκκρουστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, beaten out, embossed, A.Th.542.
Spanish (DGE)
-ον
abultado, en relieve, repujado λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας de la Esfinge en un escudo, A.Th.542.
German (Pape)
[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
repoussé, travaillé en relief.
Étymologie: ἐκκρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκρουστος: изображенный в виде рельефа, чеканной работы (δέμας, sc. Σφιγγός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.
Greek Monolingual
ἔκκρουστος, -ον (AM)
έκτυπος, ανάγλυφος.
Greek Monotonic
ἔκκρουστος: -ον, αυτός που έχει δεχτεί χτυπήματα, που έχει αποκρουσθεί, ανάγλυφος, σφυρήλατος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἔκκρουστος, ον
beaten out, embossed, Aesch.