ἔκπωμα
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ατος, τό, drinking cup, beaker, Hdt.9.41,80, S.Ph.35, Th. 6.32, IG2.649.13, etc.:—Dim. ἐκπωμάτιον, τό, Diph.19, Str.16.2.25.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 copa para beber κρητῆράς τε ... καὶ φιάλας τε καὶ ἄλλα ἐκπώματα Hdt.9.80, cf. ID 1417A.1.142 (II a.C.), IKomm.Kult.N 158 (Nemrud Dagh I a.C.), de dif. tamaños ὁ δὲ Θετταλικὸς ἐκπώματα προπίνει ... μεγάλα Critias B 33, cf. Pl.Smp.213e, de dif. materiales αὐτόξυλόν S.Ph.35, frec. de metales preciosos χρύσεα E.Io 1175, cf. Th.6.32, ἀργυροῦν IG 13.342.14 (V a.C.), Plu.2.483e, ὁλόχρυσον Longin.43.3, λιθοκόλλητα Luc.Cat.16, cf. Tox.46, c. otros usos σπονδὰς ποιεῖσθαι τοῖς θεοῖς κατὰ τὸ οὖς τῶν ἐκπωμάτων ofrecer libaciones a los dioses con el asa de las copas e.e. agarrando las copas por el asa, Arist.Fr.197, βέλεσι κεχρῆσθαι τοῖς ἐκπώμασιν ἐδίδασκεν Hld.1.1.4.
2 cáliz ἔ. χόλου μου el cáliz de mi ira Aq.Is.51.22, con la sangre de Cristo, Iren.Lugd.Haer.1.13.2; cf. ἔκπομα.
German (Pape)
[Seite 777] τό, Becher; Soph. Phil. 35; Dem. 24, 183 u. comici.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
coupe, tasse.
Étymologie: ἐκπίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπωμα: ατος τό чаша, кубок Soph., Her., Dem., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπωμα: τό, ποτήριον, Ἡρόδ. 9. 41, 80, Σοφ. Φ. 35, κτλ. - Ὑποκορ. -άτιον, τό, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 3, Στράβων 758.
Greek Monolingual
ἔκπωμα, το (Α)
ποτήρι, κύπελλο.
Greek Monotonic
ἔκπωμα: -ατος, τό (ἐκπίνω), ποτήρι, μεγάλο φαρδύ κύπελλο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἔκπωμα, ατος, τό, ἐκπίνω
a drinking-cup, beaker, Hdt., Soph., etc.