ὄδυρμα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ατος, τό, complaint, wailing, mostly in plural, A.Ch.508, S. Tr.50, etc. : in sg., E.Tr.1226.
German (Pape)
[Seite 295] τό, die Klage, Wehklage; ὑπὲρ σοῦ τοιάδ' ἔστ' ὀδύρματα, Aesch. Ch. 501; πανδάκρυτ' ὀδύρματα γοωμένη, Soph. Trach. 50; Eur. oft.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plainte, lamentation.
Étymologie: ὀδύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὄδυρμα: ατος τό Trag. (преимущ. pl.) = ὀδυρμός.
Greek (Liddell-Scott)
ὄδυρμα: τό, ὀδυρμός, θρῆνος, Τραγ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 508, Σοφ. Τρ. 50, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Εὐρ. Τρῳ. 1227.
Greek Monotonic
ὄδυρμα: -ατος, τό, παράπονο, θρηνωδία, στους Τραγ.