ἐΰπλειος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
η, ον, well filled, κὰδδ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Od.17.467.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épq.
bien rempli.
Étymologie: εὖ, πλεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐΰπλειος: -α, -ον, καλῶς πεπληρωμένος, κὰδ δ’ ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην Ὀδ. Ρ. 467.
Greek Monolingual
ἐΰπλειος, -είη, -ον (Α)
(επικ. τ.)
καλά γεμισμένος («κὰδ' δ' ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» — ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)].
Greek Monotonic
ἐΰπλειος: -α, -ον, καλογεμισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
German (Pape)
ep. = εὔπλειος.