ἐξεμέω
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
pf. A ἐξεμήμεκα Aristid.Or.50(26).5 (v.l. ἐξημεκώς), Hsch.:— vomit forth, disgorge, of Charybdis, ὅτ' ἐξεμέσειε . . Od.12.237; ὄφρ' ἐξεμέσειεν ὀπίσσω .. ib.437: aor. 1 ἐξήμησε Hes.Th.497 codd.; ἐ. τὸ νόσημα Pl.R.406d; πάντα ἐ. ἀκριβῶς Diocl.Fr.139; λώπιον μεστὸν ὧν ἐξήμεσε κακῶν IG4.952.128 (Epid.): metaph., disgorge ill-gotten gains, τὰ τάλαντα Ar.Ach.6; ἅττ' ἂν κεκλόφωσί μου Id.Eq.1148: abs., Lib.Or.63.22; also νειόθεν ἐξεμέσαι Cerc.4.55; also of rejecting an opinion, Gal.5.325. 2 abs., vomit, be sick, Ar.Ra.11.
German (Pape)
[Seite 877] (s. ἐμέω), ausspeien; ἐξεμέσειε Od. 12, 237. 437, von der Charybdis; Ar. Ach. 561, u. öfter absolut, sich erbrechen; ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Plat. Rep. III, 406 b; Sp.; ἐξεμεθήσεται LXX. Bei Hes. Th. 497 λίθον ἐξήμησε, richtiger ἐξήμεσσε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐξεμέσω, ao. ἐξήμεσα;
vomir.
Étymologie: ἐξ, ἐμέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεμέω:
1 изрыгать, отрыгать (ἁλμυρόν ὕδωρ Hom.; λίθον Hes.; τὰς κόγχας Arst.; χολήν Plut.): ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Plat. благодаря рвоте освободиться от болезни;
2 иметь рвоту Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεμέω: μέλλ. -έσω, ἐξεμῶ, «ξερνῶ», ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, ἦ τοι ὅτ’ ἐξεμέσειε Ὀδ. Μ. 237· ὄφρ’ ἐξεμέσειεν ὀπίσσω αὐτόθι 437· πρβλ. Ἡσ. Θ. 497 (ἔνθα ὁ παράδοξος ἀόρ. ἐξήμησε ἴσως ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἐξήμεσσε)· ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Πλάτ. Πολ. 406D· μεταφ., τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 6· ἅττ’ ἂν κεκλόφωσί μου ὁ αὐτ. Ἱππ. 1148. 2) ἀπολ., ἐμῶ, «ξερνῶ», ὁ αὐτ. Ἀχ. 586, Βάτρ. 11.
English (Autenrieth)
aor. opt. -έσειε: belch out, disgorge, Od. 12.237 and 437.
Greek Monotonic
ἐξεμέω: μέλ. -έσω,
1. κάνω εμετό, ξερνώ, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., επιστρέφω κάτι κλεμμένο, σε Αριστοφ.
2. απόλ., ξερνώ, αδιαθετώ, αρρωσταίνω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. έσω
1. to vomit forth, disgorge, Od.:—metaph. to disgorge ill-gotten gear, Ar.
2. absol. to vomit, be sick, Ar.