μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
οντος;sonore, retentissant.Étymologie: part. de κελάδω.
οντος: part., sounding, Il. 21.16†.
κελάδων, gen. -οντος [κέλαδος] luid klinkend, bruisend, ruisend.