φύξηλις

From LSJ
Revision as of 16:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύξηλις Medium diacritics: φύξηλις Low diacritics: φύξηλις Capitals: ΦΥΞΗΛΙΣ
Transliteration A: phýxēlis Transliteration B: phyxēlis Transliteration C: fyksilis Beta Code: fu/chlis

English (LSJ)

ιος and ιδος, ὁ, ἡ, cowardly, φύξηλιν ἐόντα Il.17.143, cf. Nic.Al.472, Lyc.943.

German (Pape)

[Seite 1316] ιος u. ιδος, flüchtig, feig; φύξηλιν ἐόντα Il. 17, 143; sp. D., Lycophr. 943 Nic. Al. 472.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
acc. ιν;
fuyard, lâche.
Étymologie: φεύγω.

Russian (Dvoretsky)

φύξηλις: ιδος и ιος adj. Hom. = φυζακινός.

Greek (Liddell-Scott)

φύξηλις: -ιος, καὶ ιδος, ὁ, ἡ, φυγοπόλεμος, δειλός, φύξηλιν ἐόντα Ἰλ. Ρ. 143, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 472, Λυκόφρ. 943· φ. μόχθων Συνεσ. Ὕμν. 5. 46.

English (Autenrieth)

cowardly, Il. 17.143†.

Greek Monolingual

-ήλιος και -ήλιδος, ὁ, ἡ, Α
φυγόμαχος, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα -ηλ-ις (< επίθημα -ēl-, πρβλ. ἀνθ-ήλ-η, χαμ-ηλ-ός + κατάλ. -ίς). Για το ζεύγος φύξ-ι-ς: φύξ-ηλ-ις, πρβλ. ὕψ-ι: ὑψ-ηλ-ός. Η άποψη ότι ο τ. φύξηλις έχει προέλθει μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. φυξᾱ (< φυγ-σᾱ, πρβλ. κνί-ση) με επίθημα σε -λ- θεωρείται λιγότερο πιθανή].

Frisk Etymology German

φύξηλις: {phúksēlis}
See also: s. φεύγω.
Page 2,1051