στύγημα
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ατος, τό, an abomination, E.Or.480; ὦ σ., in addressing a person, Babr.95.62.
German (Pape)
[Seite 958] τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; στύγημα ἐμόν Eur. Or. 480; Babr. 95, 62.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: στυγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύγημα -ατος, τό [στυγέω] voorwerp van haat of afschuw.
Russian (Dvoretsky)
στύγημα: ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.
Greek Monotonic
στύγημα: [ῠ], -ατος, τό, βδέλυγμα, σίχαμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
στύγημα: [ῠ], τό, βδέλυγμα, Εὐρ. Ὀρ. 480· ὦ στύγημα, πρὸς πρόσωπον λεγόμενον, Βάβρ. 95. 62.
Middle Liddell
στῠ́γημα, ατος, τό,
an abomination, Eur.
English (Woodhouse)
object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing