ἄσοφος

Revision as of 20:10, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")

English (LSJ)

ον, unwise, foolish, Thgn.370, Pi.O.3.45, Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a: Comp., Them.Or.15.185a. Adv. -φως D.S.2.29, Lib. Decl.2.27.

Spanish (DGE)

-ον
1 en sent. despect. ignorante, necio, insensato μιμεῖσθαι δ' οὐδεὶς τῶν ἀσόφων δύναται Thgn.370, Φοίβου τ' ἄσοφοι γλώσσης ἐνοπαί E.El.1302, ἄσοφοι καὶ ἀκρατεῖς X.Mem.3.9.4, cf. Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a, Philostr.VA 1.3, Poll.4.13
op. σοφός profano τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις Pi.O.3.45
inculto τὸ θέατρον ... οὐδ' ἀμουσότερόν τε καὶ ἀσοφώτερον Them.Or.15.185a.
2 adv. -ως insensatamente οὐκ ἀ. δὲ ποιοῦνται D.S.2.29, ὁ δὲ σοφώτατος κελεύεται νῦν ἀ. ἀποθανεῖν Lib.Decl.2.27.

German (Pape)

[Seite 372] unweise, dumm, Pind. Ol. 3, 48; γλώσσης ἐνοπαί Eur. El. 1302; Theogn. 370; Xen. Mem. 3, 9, 7 u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sot, fou;
NT: insensé.
Étymologie: , σοφός.

English (Slater)

ᾰσοφος unwise τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.45)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and σοφός; unwise: fool.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσοφος, -ον)
ο μωρός, ο ανόητος, ο επιπόλαιος
αρχ.
(για πράξη ή έκφραση) ο άστοχος, ο άκριτος.

Greek Monotonic

ἄσοφος: -ον, απερίσκεπτος, ηλίθιος, ανόητος, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ἄσοφος: неумный, бессмысленный Pind., Eur., Xen., Plut.

Middle Liddell

unwise, foolish, silly, Theogn.

Chinese

原文音譯:¥sofoj 阿-所賀士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-智慧
字義溯源:不智的,愚昧的,愚昧人;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σοφός)*=智慧的)組成;而 (σοφός)出自(Σαῦλος)X*=清亮的)。參讀 (ἀνόητος / ἀνόνητος)同源字
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 愚昧人(1) 弗5:15