ὁδεύσιμος
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον, passable, practicable, Id.11.7.5, Max. Tyr.39.3, Gloss.
German (Pape)
[Seite 292] wegbar, gangbar, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδεύσιμος: -ον, διαβατός, Στράβ. 510.
Greek Monolingual
ὁδεύσιμος, -η, -ον (Α) όδευσις
διαβατός, βατός.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny