αὐθεντικός

From LSJ
Revision as of 12:26, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθεντικός Medium diacritics: αὐθεντικός Low diacritics: αυθεντικός Capitals: ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: authentikós Transliteration B: authentikos Transliteration C: afthentikos Beta Code: au)qentiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A principal, ἄνεμοι Gp.1.11.1. 2 warranted, authentic, χειρογραφία, ἀποχή, διαθήκη, POxy.260.20 (i A. D.), Ostr.1010, BGU326ii 23 (ii A. D.); original, ἐπιστολαί PHamb.18ii6 (iii A. D.); ἐπιθύματα PMag.Leid.W.9.15; ὄνομα ib.14.25; authoritative, Ptol.Tetr.182. Adv. -κῶς, loqui make an authoritative statement, Cic.Att.9.14.2; αὐ. nuntiabatur ib.10.9.1: Comp. -ώτερον with higher authority, Ptol. Tetr.177.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1auténtico, original, autógrafo χειρογραφία POxy.260.20 (I d.C.), διαθήκη BGU 326.2.23 (II d.C.), ἐπιστολαί PHamb.18.2.6 (III d.C.), ὄνομα PMag.14.21, βασιλικὸς νόμος Eus.VC 2.23.3
subst. τὸ αὐθεντικόν documento original, PFam.Teb.31.13 (II d.C.), PSI 871.29 (I d.C.), POxy.1208.5 (III d.C.)
genuino de los vientos de los cuatro puntos cardinales ἄνεμοι (ἀπηλιώτης, ζέφυρος, etc.) Gp.1.11.1, νεομηνίαι PMag.13.388.
2 soberano, independiente, auténtico σπουδή IMylasa 134.2 (II a.C.), πράξεις Ptol.Tetr.4.4.11
esp. del poder de Dios αὐθεντικὴ ... καὶ θεϊκὴ ἐξουσία Gr.Nyss.Or.Catech.15, cf. Basil.Eunom.3.4.12, αὐθεντικαὶ καὶ δεσποτικαὶ ... φωναί Basil.M.32.105B.
II adv. -ῶς con autoridad αὐ. loqui Cic.Att.182.2, nuntiabitur Cic.Att.200.1
-ώτερον con suprema autoridad, soberanamente Ptol.Tetr.4.3.6, Ammon.M.85.1496A, Basil.M.31.472A.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθεντικός: -ή, -όν, ἔγκυρος, γνήσιος, Ἐκκλ.: - Τὸ ἐπίρρ. -κῶς παρὰ Κικ. π. Ἀττ. 9. 14., 10. 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐθεντικός, -ή, -όν) αυθέντης
1. έγκυρος, γνήσιος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα
μσν.- νεοελλ.
1. εξαιρετικός
2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος
νεοελλ.
πρωτότυπος.