χειρογραφία

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρογρᾰφία Medium diacritics: χειρογραφία Low diacritics: χειρογραφία Capitals: ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: cheirographía Transliteration B: cheirographia Transliteration C: cheirografia Beta Code: xeirografi/a

English (LSJ)

ἡ,
A report in writing, PTeb.64 (a).54 (ii B.C.).
2 declaration attested by oath, written testimony, χειρογραφία ὅρκου βασιλικοῦ ib.27.32 (ii B.C.); κατὰ νόμους χειρογραφίας PRev.Laws 37.13 (iii B.C.); παραβεβηκότος τὰ τῆς χειρογραφίας PAmh.2.35.31 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

χειρογραφία: ἡ, ἡ διὰ χειρὸς γραφή, Ἰω. Σκυλ. ἐν Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 666, 1.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ χειρογράφος
ιδιόχειρη γραφή, γράψιμο με το ίδιο το χέρι κάποιου («ἐπηκολούθηκα τῇ αὐθεντικῇ χειρογραφίᾳ», πάπ.)
αρχ.
1. ένορκη δήλωση ή κατάθεση
2. χειρόγραφο
3. τυπική έκφραση.