δαχτυλήθρα

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

η (Α δακτυλήθρα)
νεοελλ.
1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα του μεσαίου δαχτύλου του χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο
2. κάθε κάλυμμα του δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται από όσους πλέκουν δίχτυα κ.ά.
3. μεταλλικός κάλυκας προσαρμοσμένος στο κάτω άκρο μπαστουνιού ή ομπρέλας
4. γένος αμφίβιων της οικογένειας τών δακτυληθριδών
αρχ.
1. θήκη, περίβλημα του δακτύλου (για να το προφυλάξει από το κρύο, τα εγκαύματα ή τη βρομιά)
2. είδος βασανιστικού οργάνου που συσφίγγει τον αντίχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + (επίθημα) -θρα- (πρβλ. αλινδήθρα, κολυμβήθρα κ.ά.).