μικροχαρής
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ές, (χαίρω) easily pleased: τὰ μικροχαρή = paltry pleasantries, Longin.4.4; τὰ κατάρρυθμα μικροχαρῆ Id.41.1; ἡδοναὶ ἀγεννεῖς καὶ μ. Antip.Stoic.3.255, cf. Phld.Po.5.25.
German (Pape)
[Seite 185] ές, der sich über Kleinigkeiten freu't, Longin. 41, 1; kleine Freude gewährend, Antipat. bei Stob. Floril. 67, 25.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροχᾰρής: -ές, (χαίρω) ὁ ἐπὶ μικροῖς χαίρων, ὁ εὐκόλως εὐχαριστούμενος, Λογγῖν. 4.
Greek Monolingual
-ές (Α μικροχαρής, -ές)
βλ. μικρόχαρος.