ἀνεμόσυρις

From LSJ
Revision as of 10:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμόσυρις Medium diacritics: ἀνεμόσυρις Low diacritics: ανεμόσυρις Capitals: ΑΝΕΜΟΣΥΡΙΣ
Transliteration A: anemósyris Transliteration B: anemosyris Transliteration C: anemosyris Beta Code: a)nemo/suris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, a kind of fan: hence, fanshaped whirlwind, Olymp. in Mete. 200.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόσυρις: -ιδος, ἡ, (σύρω) δίνη, θύελλα, τυφών, καὶ εἶδος ῥιπιστῆρος, λέξις ἐπιχωριάζουσα παρ’ ᾈλεξανδρεῦσιν, «διὰ τὸ ἐοικέναι κυκλανέμοις γυναικείοις, ἅπερ ἀνεμόσυριν καλοῦσιν οἱ ἐπιχωριάζοντες» Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ. ἴδε Sturz Διάλ. Μακεδ. σ. 146.

Greek Monolingual

ἀνεμόσυρις (-ιδος κ. -εως), η (Α)
1. δίνη ανέμου, τυφώνας
2. είδος βεντάλιας.