κουφόλιθος

From LSJ
Revision as of 09:19, 25 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>Meteor</i>" to "<i>Meteor</i>")

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολῐθος Medium diacritics: κουφόλιθος Low diacritics: κουφόλιθος Capitals: ΚΟΥΦΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: kouphólithos Transliteration B: koupholithos Transliteration C: koufolithos Beta Code: koufoliqos

English (LSJ)

ὁ, talc or talc-powder, PHolm.2.21, al., PLeid.X.6, Alex.Aphr.in Mete.161.6, 15, Aët.2.68.

Greek (Liddell-Scott)

κουφόλῐθος: ὁ, λευκός τις λίθος τριβόμενος εἰς κόνιν καὶ ἀναμιγνυόμενος μετὰ πορφυροῦ χρώματος πρὸς παρασκευὴν χρώματος ἐρυθροῦ, Ἀλέξανδρ. Ἀφροδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ., Ἀέτ.

Greek Monolingual

ο (Α κουφόλιθος)
σκόνη από κονιορτοποιημένο λευκό λίθο που τον χρησιμοποιούσαν στη χρωματουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II) + -λιθος (< λίθος), πρβλ. ογκόλιθος, σχιστόλιθος].

German (Pape)

ὁ, eine Steinart, Alex.Aphrod. zu Arist. Meteor. 4.