δύσπιστος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A hard of belief, distrustful: Adv. δυσπίστως, δυσπίστως ἔχειν πρός τι to be incredulous about a thing, Pl.Erx.405b. II Pass., hard to be believed, Vett.Val.108.13, Palaeph.30: Comp., D.Chr.32.64. III superstitious, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1falto de confianza, tímido, apocado de un enamorado, Hedyle SHell.456.
2 poco fiable, engañoso ἅπαν μερόπων γένος Orac.Sib.4.40.
3 difícil de seducir, desconfiado, receloso las fieras ante los cantos de Orfeo, D.Chr.32.64.
4 difícil de creer τὰ ἐπαγγέλματα Ath.Al.M.28.909B, cf. 612C, πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ δύσπιστα ὄντα, ὀκνῶ καὶ λέγειν καὶ γράφειν Pall.H.Laus.17.1, ὅπερ ἐστὶ δύσπιστον Palaeph.30.
II adv. δυσπίστως = con incredulidad, con desconfianza, δυσπίστως ἔχειν = mostrarse incrédulo Plu.Cim.13, πρὸς ταῦτα Eus.DE 8.2.
German (Pape)
[Seite 687] 1) schwer glaubend, mißtrauisch; Hesych.; δυσπίστως ἔχειν πρός τι Plat. Eryx. 405 b; Sp. – 2) schwer zu glauben, unglaublich, Sp
Greek (Liddell-Scott)
δύσπιστος: -ον, ὁ δυσκόλως πιστεύων, πλήρης δυσπιστίας.- Ἐπίρρ. δυσπίστως ἔχειν πρός τι, δυσπιστῶ περὶ τινος, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β. ΙΙ.δυσκόλως πιστευόμενος, Παλαίφ. 31. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσπιστος, -ον)
αυτός που δύσκολα πιστεύει κάτι
αρχ.-μσν.
αυτός που δύσκολα γίνεται πιστευτός.