καλλιπάρηος

From LSJ
Revision as of 00:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρηος Medium diacritics: καλλιπάρηος Low diacritics: καλλιπάρηος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: kallipárēos Transliteration B: kalliparēos Transliteration C: kalliparios Beta Code: kallipa/rhos

English (LSJ)

(so, not καλλί-ῃος, in most codd., cf. εὐπάραος) [πᾰ], ον, beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123; Λητώ Il.24.607, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written καλλι-πάρειος Poll.2.87.

Greek Monolingual

καλλιπάρηος, -ον (Α)
καλλιπάρειος (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρηος (< αμάρτυρο παρηή, παλαιό ιων. τ. του παρειά), πρβλ. μιλτο-πάρηος].

Greek Monotonic

καλλιπάρηος: -ον (παρειά), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

καλλι-πάρηος, ον παρειά
beautiful-cheeked, Hom.