μονοπάθεια

From LSJ
Revision as of 04:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοπάθεια Medium diacritics: μονοπάθεια Low diacritics: μονοπάθεια Capitals: ΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: monopátheia Transliteration B: monopatheia Transliteration C: monopatheia Beta Code: monopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, suffering in one part of the body only, Alex.Aphr.Pr.1.143 (pl.).

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, das Alleinleiden, das Leiden eines einzelnen Theiles allein, τῶν ὀφθαλμῶν, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπάθεια: [πᾰ], ἡ, τὸ πάθος ἑνὸς μόνον μέρους τοῦ σώματος, μονοπάθεια τῶν ὀφθαλμῶν Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 143.

Greek Monolingual

μονοπάθεια, ἡ (Α)
ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. δισκο-πάθεια].