πατήθρα

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

η
1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση του υφαντικού ιστού, του αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό
2. ο ποδοκίνητος μοχλός, το ποδωστήριο ή ποδωστήρας της ποδοκίνητης ραπτομηχανής, κν. παντόφλα ή πεντάλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλ-ήθρα, τσουλ-ήθρα)].