πατήθρα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση του υφαντικού ιστού, του αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό
2. ο ποδοκίνητος μοχλός, το ποδωστήριο ή ποδωστήρας της ποδοκίνητης ραπτομηχανής, κν. παντόφλα ή πεντάλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, τσουλήθρα)].