νεών
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (ναῦς) A = νεώριον, Hsch. (pl.); Ion., acc. to Phot.
French (Bailly abrégé)
2acc. sg. de νεώς¹.
Greek (Liddell-Scott)
νεών: -ῶνος, ὁ, (ναῦς) = νεώριον, Ἡσύχ.· Ἰων., κατὰ τὸν Φώτ.
Greek Monolingual
νεών, ὁ (Α)
νεώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς + κατάλ. -ών (πρβλ. ξεν-ών)].
German (Pape)
ῶνος, ὁ, ion. = νεώριον, Hesych.