νυκτόμαντις

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτόμαντις Medium diacritics: νυκτόμαντις Low diacritics: νυκτόμαντις Capitals: ΝΥΚΤΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: nyktómantis Transliteration B: nyktomantis Transliteration C: nyktomantis Beta Code: nukto/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, one who prophesies by night, Poll.7.188.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα μαντευόμενος, προφητεύων, Πολυδ. Ζ΄, 188. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

νυκτόμαντις και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + μάντις (πρβλ. ονειρό-μαντις). Ο τ. νυκτίμαντις < νυκτι- του νύξ, νυκτός
(βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].

German (Pape)

ὁ, Nachtprophet, Poll. 7.188.