νουνεχόντως

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνεχόντως Medium diacritics: νουνεχόντως Low diacritics: νουνεχόντως Capitals: ΝΟΥΝΕΧΟΝΤΩΣ
Transliteration A: nounechóntōs Transliteration B: nounechontōs Transliteration C: nounechontos Beta Code: nounexo/ntws

English (LSJ)

Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων), sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).

French (Bailly abrégé)

adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.

German (Pape)

(wie von νουνέχω gebildet, Plat. sagt νοῦν ἐχόντως; vgl. Lobeck zu Phryn. 599, 604), verständiger Weise, Gegensatz von ἀφρόνως, Isocr. 5.7.

Russian (Dvoretsky)

νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.

Greek (Liddell-Scott)

νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.

Greek Monolingual

νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προ-εχόντως, υπερ-εχόντως)].

English (Woodhouse)

sensibly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search