κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
μαυριάζω (M)
1. μαυρίζω
2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαυριασμένος, -η, -ον- σκοτεινός («στὸν θλιβερὸν καὶ μαυριασμένον Ἅδη», Διγεν. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. -ιάζω (πρβλ. σκοτειν-ιάζω)].