Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατρόφιλος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek (Liddell-Scott)

πατρόφιλος: η, ον,= φιλοπάτωρ, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 1600Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 326.

Greek Monolingual

-η, -ον, Μ
φιλοπάτωρ, αυτός που αγαπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδό-φιλος].