σιδηρόπληκτος

From LSJ
Revision as of 13:51, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόπληκτος Medium diacritics: σιδηρόπληκτος Low diacritics: σιδηρόπληκτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: sidēróplēktos Transliteration B: sidēroplēktos Transliteration C: sidiropliktos Beta Code: sidhro/plhktos

English (LSJ)

Dor. σῐδηρό-πλακτος, ον, smitten by iron, A.Th.911 (lyr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] door ijzer geslagen.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόπληκτος: дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α
1. ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, δηλαδή από ξίφος
2. αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- / σιδαρο- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, -ον, πληγωμένος από σίδερο, δηλ. από ξίφος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.

Middle Liddell

σῐδηρό-πληκτος, δοριξ -πλακτος, ον,
smitten by iron, Aesch.