σιδηρόδεσμος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

German (Pape)

[Seite 879] in, mit eisernen Fesseln, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδεσμος: -ον, ὁ ἔχων δεσμὰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 9)· ὡσαύτως -δέσμιος, ον, Χρον. Πασχ. 729. 4· καὶ παρὰ τῷ Σῳζομεν. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9, -δεσμώτης.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδεσμος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κρατούμενος, φυλακισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο σιδηρόδεσμος
κάθε σιδερένιο τεμάχιο που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο μερών μιας κατασκευής, η σιδερόδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δεσμος (< δεσμός < δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. χαλκό-δεσμος].