σιδηροπαγής
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό
2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» — ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι), πρβλ. χρυσο-παγής].