φιλόχωρος

From LSJ
Revision as of 10:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόχωρος Medium diacritics: φιλόχωρος Low diacritics: φιλόχωρος Capitals: ΦΙΛΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: philóchōros Transliteration B: philochōros Transliteration C: filochoros Beta Code: filo/xwros

English (LSJ)

ον, fond of a place, Poll.6.167.

German (Pape)

[Seite 1288] einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui séjourne volontiers ou habituellement dans un lieu.
Étymologie: φίλος, χώρα.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχωρος: -ον, (χώρα) ὁ σφόδρα ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο, που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό-χωρος].

Greek Monotonic

φῐλόχωρος: -ον (χώρα), αυτός που αγαπά έναν τόπο.

Middle Liddell

φῐλό-χωρος, ον, χώρα
fond of a place.