νεφρωμένος
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός
2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. -ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος).