θεοπλάστης

From LSJ
Revision as of 13:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπλάστης Medium diacritics: θεοπλάστης Low diacritics: θεοπλάστης Capitals: ΘΕΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: theoplástēs Transliteration B: theoplastēs Transliteration C: theoplastis Beta Code: qeopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A maker of gods, i.e. of their images, Ar.Fr. 787. II the divine Creator, Ph.2.490.

German (Pape)

[Seite 1197] ὁ, Götterbildner, Man. 4, 569; Poll. 1, 12.

Russian (Dvoretsky)

θεοπλάστης: ου ὁ изготовляющий изображения (досл. ваятель) богов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπλάστης: -ου, ὁ, πλάττων, κατασκευάζων θεούς, εἰκόνας θεῶν, ἀγαλματοποιός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 617, Πολυδ. Α’, 12. ΙΙ. ὁ θεῖος Δημιουργός, Φίλων 2, 490.

Greek Monolingual

θεοπλάστης, ὁ (Α)
1. αυτός που κατασκευάζει εικόνες θεών
2. ο θείος δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, ζαχαροπλάστης.