προπώλης

From LSJ
Revision as of 15:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπώλης Medium diacritics: προπώλης Low diacritics: προπώλης Capitals: ΠΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: propṓlēs Transliteration B: propōlēs Transliteration C: propolis Beta Code: propw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, one who buys for another or negotiates a sale, broker, Ar.Fr.707a, Poll.7.12, Vett.Val.4.23.

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.

Russian (Dvoretsky)

προπώλης: ου ὁ торговый посредник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

προπώλης: -ου, ὁ, ὁ διαπραγματευόμενος τὴν πώλησίν τινος πράγματος, μεσίτης πωλήσεως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 11 κἑξ., οὕτω, προπωλητής, οῦ, ὁ, ἐν Αἰγυπτ. παπύρῳ ἐκδοθέντι ὑπὸ τοῦ Böckh σ. 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πουλάει κάτι ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό τρίτου ή αυτός που προμηθεύει αγοραστές στον πωλητή, ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πώλης].