νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Full diacritics: παχύνους | Medium diacritics: παχύνους | Low diacritics: παχύνους | Capitals: ΠΑΧΥΝΟΥΣ |
Transliteration A: pachýnous | Transliteration B: pachynous | Transliteration C: pachynous | Beta Code: paxu/nous |
-ουν, contr. for παχύνοος.
-ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, -οον, Α
αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους].
zusammengezogen aus παχύνοος.