τετράχους
From LSJ
English (LSJ)
-ουν, contr. for τετράχοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui contient quatre conges ; ὁ τετράχους mesure de quatre conges.
Étymologie: τέσσαρες, χοῦς.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, ΜΑ
αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν
ποσότητα τεσσάρων χοών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χοῦς /-χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά-χους].
German (Pape)
zusammengezogen aus τετράχοος.
Russian (Dvoretsky)
τετράχους: стяж. = τετράχοος.