περσέα

From LSJ
Revision as of 15:04, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περσέα Medium diacritics: περσέα Low diacritics: περσέα Capitals: ΠΕΡΣΕΑ
Transliteration A: perséa Transliteration B: persea Transliteration C: persea Beta Code: perse/a

English (LSJ)

ἡ, persea, an Egyptian tree, Mimusops Schimperi, Hp.Mul. 1.90, Thphr.HP3.3.5, 4.2.5, OGI97.9 (Taposiris, iii/ii B. C.), D.S.1.34 (-αία codd.), Str.17.2.2, Dsc.1.129 (v.l. -αία), Plu.2.378c, etc.:— later περσία, POxy.53.7 (iv A. D.); ornament in form of its leaf, BGU 1028.9 (ii A. D.): also περσεία, poet. περπερ-είη, Nic.Al.99, Paus.5.14.3.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, poet. auch πέρσεια u. περσία, Persea, eine ägyptische Baumart, die die Frucht aus dem Stamme treibt, wahrscheinlich einerlei mit περσίον, Hippocr.; Theophr., wo Schneider zu hist. plant. 4, 2, 5, T. 3 p. 284 zu vgl.; nicht zu verwechseln mit dem Pfirsichbaum, Περσικὴ μηλέα, u. mit dem Giftbaume, περσαία, der durch die Soldaten des Kambyses aus Persien nach Aegypten gebracht sein soll.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
arbre à fruits égyptien (qqf confondu à tort avec le pêcher).
Étymologie: DELG à cause de son origine perse.

Russian (Dvoretsky)

περσέα:персея (род египетского дерева) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περσέα: ἡ, Λατ. persea, εἶδος δένδρου Αἰγυπτιακοῦ, φέροντος τὸν καρπὸν ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ στελέχους, Ἱππ. 633. 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 5 (ἴδε Schneid. Ind.), Στράβ. 822, κτλ.· ― ποιητ. ὡσαύτως περσεία, Νικ. Ἀλεξιφ. 99 (περσαία ἐν Διοδ. 1. 34, εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένον). Ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο πέρσειον ἢ πέρσιον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10· πληθ. πέρσεια, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 649Α. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 566.

Spanish

persea

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Α
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως της Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες και του οποίου κυριότερο είδος είναι το αβοκάντο
αρχ.
αιγυπτιακό δέντρο (α. «αἱ μὲν ὀνομαζόμεναι περσίαι καρπὸν διάφορον ἔχουσαι τῇ γλυκύτητι», Θεόφρ.
β, «πλεονάζει δὲ τῶν φυτῶν ὅ τε φοῑνιξ καὶ ἡ περσέα», Στράβ.
γ. «τὸ δένδρον δὲ ἡ περσεία μόνου χαίρει τοῦ Νείλου τῷ ὕδατι», Παυσ.)
2. σιδερένιο οικοδομικό κόσμημα σε σχήμα φύλλου περσέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δέντρο ονομάστηκε έτσι από τη λ. Περσία, χώρα προέλευσής του, με επίθημα -έα (πρβλ. μηλ-έα) και -αία, -ία, -εία. Ο νεοελλ. τ. περσέα είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. persea (< λατ. persea < περσέα)].

Frisk Etymological English

(-αία, -ία, -είη)
Grammatical information: f.
Meaning: name of an Egyptian tree, Cordia myxa, which originated from Persia (Hp., hell.).
Derivatives: περσέ-ϊνος belonging to the p.-tree (pap.) and πέρ-σ(ε)ιον n. its fruit (Thphr.); dimin. -ίδιον n. (pap.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation as μηλέα a.o. On the name from the original home s. Strömberg Pflanzennamen 123 w. lit. and further details.

Frisk Etymology German

περσέα: (-αία, -ία, -είη)
{perséa}
Grammar: f.
Meaning: N. eines ägyptischen Baums, Cordia myxa, der ursprünglich aus Persien stammte (Hp., hell. u. sp.),
Derivative: mit περσέϊνος ‘zurn P.-baum gehörig’ (Pap.) und πέρσ(ε)ιον n. die Frucht desselben (Thphr. u.a.); Demin. -ίδιον n. (Pap.).
Etymology: Bildung wie μηλέα u.a. Zur Benennung nach der ursprüngl. Heimat s. Strömberg Pflanzennamen 123 m. Lit. und weiteren Einzelheiten.
Page 2,517

Léxico de magia

ἡ bot. persea árbol egipcio γράψον ἐπὶ φύλλου περσέας τὸ ὀκταγράμματον ὄνομα escribe en una hoja de persea el nombre de ocho letras P IV 782 ὥρᾳ δευτέρᾳ μορφὴν ἔχεις μονοκέρου, γεννᾷς δένδρον περσέαν en la hora segunda tienes forma de unicornio, engendras un árbol persea (ref. al sol según las horas) P III 504