ποταμηδόν
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
Adv. like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.
German (Pape)
[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.