πρηνηδόν
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
German (Pape)
[Seite 700] adv., vorwärts, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
πρηνηδόν: ἐπίρρ., «προύμυτα, κατακέφαλα», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 23.
Greek Monolingual
ΝΜ
επίρρ.
1. σε στάση πρηνή, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα
2. φρ. «θέση ή στάση πρηνηδόν»
στρ. μια από τις τρεις θεμελιώδεις θέσεις του στρατιώτη που πυροβολεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνής + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].