σμίξιμο

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάμιξη, ανακάτεμαακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών», Σολωμ.)
2. σμίξη, συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμιξ- του αορ. έ-σμιξ-α του σμίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].