Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
το, Ν
1. ανάμιξη, ανακάτεμα («ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών», Σολωμ.)
2. σμίξη, συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμιξ- του αορ. έ-σμιξ-α του σμίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].