μεγαλότιμος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, greatly honoured, PMag.Leid.W.14.22, Pap.in Sitzb.Heidelb.Akad.1923(2).18; gloss on ἐρίτιμος, Hsch., EM374.55. Adv. -μως D.L.8.88.
German (Pape)
[Seite 107] von großem Preise, Werthe, hochgeehrt, VLL. als Erkl. von ἐρίτιμος. – Adv., D. Sic. 8, 88.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλότῑμος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ἀξίαν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐρίτιμον. ― Ἐπίρρ. μεγαλοτίμως, μετὰ μεγάλης τιμῆς, Διογ. Λ. 8. 88.
Spanish
grandemente honrado, que recibe gran honra
Greek Monolingual
μεγαλότιμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη αξία.
επίρρ...
μεγαλοτίμως (Α)
με μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + τιμή (πρβλ. υψηλό-τιμος)].
Léxico de magia
-ον grandemente honrado, que recibe gran honra de Sarapis ἐπικαλοῦμαί σε, κύριε, ἅγιε, πολυύμνητε, μεγαλότιμε, κοσμοκράτωρ, Σάραπι te invoco a ti, señor, sagrado, muy alabado con himnos, grandemente honrado, señor del universo, Sarapis P XIII 619