χρυσόροφος

From LSJ
Revision as of 15:06, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόροφος Medium diacritics: χρυσόροφος Low diacritics: χρυσόροφος Capitals: ΧΡΥΣΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chrysórophos Transliteration B: chrysorophos Transliteration C: chrysorofos Beta Code: xruso/rofos

English (LSJ)

ον, with golden roof or ceiling, Philox.14, Ph.1.666, Luc.Cyn.9; also χρῡσ-ώροφος, σκηνή Plu.2.329d.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au toit d'or.
Étymologie: χρυσός, ὄροφος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόροφος: с золоченой кровлей, златоверхий (σκηνή Plut.; οἰκία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόροφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν ὀροφήν, Φιλόξ. 14, Λουκ. Κυνικὸς 9· ὡσαύτως -ώροφος, Πλούτ. 2. 329D· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 706.

Greek Monolingual

και χρυσώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὄροφος (πρβλ. οὐραν-όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με -ω- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ-ώροφος)].