ὑποχώρημα

From LSJ
Revision as of 15:38, 16 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχώρημα Medium diacritics: ὑποχώρημα Low diacritics: υποχώρημα Capitals: ΥΠΟΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: hypochṓrēma Transliteration B: hypochōrēma Transliteration C: ypochorima Beta Code: u(poxw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, downward evacuation, Hp.Aph.7.68 (pl.), Thphr.Char.20.6 (pl.), etc.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
matière évacuée, excrément.
Étymologie: ὑποχωρέω.

German (Pape)

τό, Stuhlgang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχώρημα: τό, τὸ ὑποχωρούμενον, ἀποπάτημα, περίττωμα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, 1261, Θεοφρ. Χαρ. 20, κλπ.· πρβλ. ὑποχωρέω ΙΙ. ὑποχώρησις ΙΙ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α ὑποχωρῶ
περίττωμα.

Greek Monotonic

ὑποχώρημα: -ατος, τό, προϊόν εκκένωσης, περίττωμα, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

ὑποχώρημα, ατος, τό,
a downward evacuation, Theophr.